στεφανηφορία

στεφανηφορία
στεφᾰνηφορ-ία, [dialect] Dor. [pref] στεφανᾱφ-, ,
A wearing of a wreath, esp. of victory, Pi.O.8.10; νίκας ς. E.El.862 (lyr.);

πανήγυριν . . συντελεῖν μετὰ -ίας καὶ θυσιῶν OGI 56.40

(Canopus, iii B.C.), cf. 6.23 (Scepsis, iv B.C.);

-ίαν ἄγειν PGiss. 27.8

(ii A.D.).
II the right of wearing a crown, which belonged to certain magistrates (v.

στεφανηφόρος 11

), D.21.33; ταῖς κοιναῖς ς. Lex ap.Aeschin.1.21;

πολλὰς . . σ. πεποιηκώς CIG2771 i 4

([place name] Aphrodisias), cf. 2814 (ibid.), al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στεφανηφορία — στεφανηφορίᾱ , στεφανηφορία wearing of a wreath fem nom/voc/acc dual στεφανηφορίᾱ , στεφανηφορία wearing of a wreath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηφόρια — τὰ, Α [στεφανηφόρος] 1. στεφανηφορία 2. εορτή στην Αλεξάνδρεια …   Dictionary of Greek

  • στεφανηφορία — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορία και στεφανοφορία Α [στεφανηφόρος] 1. το να φορεί κανείς στεφάνι, ιδίως νίκης («τόνδε κῶμον και στεφανοφορίαν δέξαι», Πίνδ.) 2. (στην αρχαιότητα) α) εορτή ή θυσία κατά την οποία οι πολίτες φορούσαν στεφάνια β) το… …   Dictionary of Greek

  • στεφανηφορίας — στεφανηφορίᾱς , στεφανηφορία wearing of a wreath fem acc pl στεφανηφορίᾱς , στεφανηφορία wearing of a wreath fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηφορίαι — στεφανηφορία wearing of a wreath fem nom/voc pl στεφανηφορίᾱͅ , στεφανηφορία wearing of a wreath fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηφορίαν — στεφανηφορίᾱν , στεφανηφορία wearing of a wreath fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηφορίαις — στεφανηφορία wearing of a wreath fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε …   Dictionary of Greek

  • στεμματοφορία — ἡ, Α [στεμματοφόρος] το να φορεί κανείς στέφανο, στεφανηφορία …   Dictionary of Greek

  • στεφανηφορικός — ή, όν, Α [στεφανηφόρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στεφανηφορία 2. αυτός που έχει το δικαίωμα να φορεί στεφάνι …   Dictionary of Greek

  • στεφανοφορία — ἡ, Α βλ. στεφανηφορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”